- πληκτροφόρος
- πληκτρο-φόρος, ον,A with spurs, of birds, Arist.HA504b9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πληκτροφόρος — ο / πληκτροφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και α, Ν νεοελλ. φρ. α) «πληκτροφόρα όργανα» μουσικά όργανα στα οποία ο ήχος παράγεται με την πίεση τών δακτύλων πάνω σε πλήκτρα, κουμπιά ή μοχλούς β) «πληκτροφόρα όργανα με δοξάρι» έγχορδα πληκτροφόρα όργανα, στα… … Dictionary of Greek
πληκτροφόρα — πληκτροφόρος with spurs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
άλυδος — (alydus). Ετερόπτερα έντομα που ανήκουν στην οικογένεια των κιμηκιδών. Ζουν κυρίως στην Ευρώπη και στην Αμερική, μέσα στα δάση. Το σώμα τους είναι αρκετά μακρύ και λεπτό, ενώ το κεφάλι σχηματίζει ένα περίπου ισόπλευρο τρίγωνο. Τα πιο γνωστά είδη… … Dictionary of Greek